μεσουρανίζω
Смотреть что такое "μεσουρανίζω" в других словарях:
μεσουρανίζω — (Μ μεσουρανίζω) μεσουρανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεσουρανώ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
μεσουράνισμα — το (ΑM μεσουράνισμα) το να βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα στο μέσον τού ουρανού, το μεσουράνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεσουρανίζω ή μεταπλ. τ. τού μεσουράνημα. κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek